- χαλικώνω
- χαλίκωσα, χαλικώθηκα, χαλικωμένος, επιστρώνω δάπεδο ή επιφάνεια εδάφους με χαλίκια: Χαλικώνουν το δρόμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαλικώνω — Ν [χαλίκι] επιστρώνω επιφάνεια με χαλίκια … Dictionary of Greek
χαλίκωση — η, Ν 1. επίστρωση επιφάνειας με χαλίκια 2. ιατρ. είδος πνευμονοκονίασης, επαγγελματική νόσος τών πνευμόνων που προκαλείται από την εισπνοή μεγάλης ποσότητας σκόνης ασβεστίου ή πυριτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλικώνω. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι… … Dictionary of Greek
χαλικωτός — ή, ό, Ν [χαλικώνω] χαλικόστρωτος … Dictionary of Greek
χαλίκωμα — το, ατος η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαλικώνω, η επίστρωση εδάφους με χαλίκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)